λευκόπους

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπους Medium diacritics: λευκόπους Low diacritics: λευκόπους Capitals: ΛΕΥΚΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leukópous Transliteration B: leukopous Transliteration C: lefkopous Beta Code: leuko/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A white-footed, bare-footed, Βάκχαι E.Cyc.72 (lyr.), cf. Ar.Lys.665, Anacreont.8.5.

German (Pape)

[Seite 34] -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων λευκοὺς πόδας, γυμνόπους, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 72, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 8. 5, Ἀριστοφ. Λυσ. 665 (καὶ αὐτόθι τοὺς Ἑρμηνευτάς).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
aux pieds blancs, càd nus.
Étymologie: λευκός, ποῦς.

Greek Monolingual

-ουν (Α λευκόπους, -ουν)
αυτός που έχει τα πόδια λευκά.

Greek Monotonic

λευκόπους: ὁ, ἡ, λευκόπουν, τό, αυτός που έχει λευκά πόδια ή που έχει γυμνά πόδια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπους: 2, gen. ποδος с белыми ступнями, т. е. босоногий Eur., Arph.

Middle Liddell

λευκό-πους,
white-footed, bare-footed, Eur.