λάινος

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

λάϊνος, -ΐνη, -ον και λαΐνεος, -έα, -ον (Α) λάας
1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαροπάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.).

Middle Liddell

λά¯ϊνος, η, ον λᾶας
1. of stone or marble, Hom., etc.; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst put on a coat of stone, i. e. thou hadst been stoned to death, Il.
2. metaph. stony-hearted, Theocr.