νεωτεριστής

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτεριστής Medium diacritics: νεωτεριστής Low diacritics: νεωτεριστής Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: neōteristḗs Transliteration B: neōteristēs Transliteration C: neoteristis Beta Code: newteristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A innovator, D.H.5.75, J. Vit.27, Plu.Cim.17.

Greek (Liddell-Scott)

νεωτεριστής: -οῦ, ὁ νεωτερίζων, Διον. Ἁλ. 5. 75, Πλουτ. Κίμ. 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
novateur, particul. révolutionnaire.
Étymologie: νεωτερίζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ.-ίστρια (Α νεωτεριστής) νεωτερίζω
φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που ασπάζεται νέες ιδέες και συστήματα στον τρόπο ενδυμασίας και γενικότερα στους τρόπους και στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, μοντέρνος, ριζοσπαστικός.

Greek Monotonic

νεωτεριστής: -οῦ, ὁ, καινοτόμος, αυτός που νεωτερίζει, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νεωτεριστής: οῦ ὁ стремящийся к переворотам, сторонник политических изменений (οἱ νεωτερισταὶ καὶ πολυπράγμονες Plut.).

Middle Liddell

νεωτεριστής, οῦ, ὁ, [from νεωτερίζω
an innovator, Plut.