νευστικός

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευστικός Medium diacritics: νευστικός Low diacritics: νευστικός Capitals: ΝΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: neustikós Transliteration B: neustikos Transliteration C: nefstikos Beta Code: neustiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (νέω A)

   A able to swim, ζῷον Pl.Sph.220a; ν. μέρος animal family that swims, ib.221e; νευστικὸν μόνον ἰχθύς Arist.HA487b22; τὰ νευστικά ib.489b23.
νευστ-ικός (B), ή, όν, (νεύω)

   A inclining, declining, τὸ περὶ τὴν γῆν ν. Ph.2.513.

Greek (Liddell-Scott)

νευστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, ζῷα Πλάτ. Σοφ. 220Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· τὰ νευστικὰ αὐτόθι 1. 5, 7, κ. ἀλλ.· ν. μέρος, τὰ νηχόμενα ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 221Ε.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
apte à nager.
Étymologie: νέω².
2ή, όν :
qui se penche.
Étymologie: νεύω.

Greek Monolingual

(I)
νευστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που νεύει, που κλίνει προς κάποιο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεύω, μέσω αμάρτυρου νευστός.
(II)
νευστικός, -ή, -όν (Α) νευστός
αυτός που μπορεί να κολυμπά.

Greek Monotonic

νευστικός: -ή, -όν (νέω Β), αυτός που είναι ικανός στην κολύμβηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νευστικός: умеющий плавать, плавающий (ζῷα Plat., Arst.).

Middle Liddell

νευστικός, ή, όν [νέω2]
able to swim, Plat.