ναυσιπόρος

From LSJ
Revision as of 04:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait marcher un navire.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυσιπόρος, -ον)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος
αρχ.
(για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπόρος:
1) плывущий на кораблях (στρατός Eur.);
2) приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναυσίπορος
1. act. passing in a ship, seafaring, Eur.
2. causing a ship to pass, of oars, Eur.