ἀληθευτικός

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθευτικός Medium diacritics: ἀληθευτικός Low diacritics: αληθευτικός Capitals: ΑΛΗΘΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: alētheutikós Transliteration B: alētheutikos Transliteration C: alitheftikos Beta Code: a)lhqeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A truthful, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀ. Hierocl.in CA2p.422M. Adv. -κῶς Eust.385.6, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. -ῶς sinceramente Eust.385.6.

Greek Monolingual

ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀληθευτικός -ή -όν ἀληθεύω eerlijk, oprecht.