βεβάμεν
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: βεβάμεν | Medium diacritics: βεβάμεν | Low diacritics: βεβάμεν | Capitals: ΒΕΒΑΜΕΝ |
Transliteration A: bebámen | Transliteration B: bebamen | Transliteration C: vevamen | Beta Code: beba/men |
A v. βαίνω.
βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
inf. pf.2 épq. de βαίνω.
βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.