συλληπτικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλληπτικός Medium diacritics: συλληπτικός Low diacritics: συλληπτικός Capitals: ΣΥΛΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syllēptikós Transliteration B: syllēptikos Transliteration C: sylliptikos Beta Code: sullhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A collective, comprehensive, ὀνόματα Eust.219.45; τὸ πάντες συλληπτικόν Sch.Il.1. 424; σ. σχῆμα,= σύλληψις 1.2, Anon.Fig.p.158S. Adv. -κῶς Eustr. in EN74.34: Comp. -ώτερον Eust.5.7.    II apt or able to conceive, τὰ θήλεα Arist.GA748a18.    b promoting conception, Aët. ap. Phot. Bibl.p.180B.    III helpful, assisting, Nicom.Ar.2.19; τὸ σ. Plu.2.486a.    IV punctual, in Adv. -κῶς, opp. καθυστερικῶς, Ptol.Phas. p.11 H.

German (Pape)

[Seite 975] zusammengenommen, Sp.; bei Gramm. = kollectiv; geeignet zu empfangen, Arist. gen. an. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συλληπτικός: -ή, -όν, περιληπτικός, ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· περιεκτικός, Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. σχῆμα σύλληψις Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. ἐπιτήδειος ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ θήλεα ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ συλλαμβάνω
1. γραμμ. περιληπτικός («συλληπτικὰ ὀνόματα», Ευστ.)
2. περιεκτικός
3. αυτός που συντελεί στη σύλληψη του εμβρύου, στην κυοφορία («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι ικανός για σύλληψη, για κυοφορία («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», Αριστοτ.)
2. βοηθητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συλληπτικόν
βοήθεια, αρωγή
4. φρ. «συλληπτικὸν σχῆμα»
γραμμ. το σχήμα λόγου της συλλήψεως.
επίρρ...
συλληπτικῶς ΜΑ
περιεκτικά, περιληπτικά
αρχ.
τακτικά, χωρίς καθυστέρηση.

Russian (Dvoretsky)

συλληπτικός:
1) способный к зачатию (τὰ θήλεα Arst.);
2) грам. собирательный (ὀνόματα).