ἐκπαθής

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰθής Medium diacritics: ἐκπαθής Low diacritics: εκπαθής Capitals: ΕΚΠΑΘΗΣ
Transliteration A: ekpathḗs Transliteration B: ekpathēs Transliteration C: ekpathis Beta Code: e)kpaqh/s

English (LSJ)

ές

   A, (πάθος) passionate, furious, Plb.16.23.5, J.AJ15.3.4, etc. ; ἐπί τινι Plb.1.7.8 ; ἐ. πρός τι passionately eager for a thing, Id.1.1.6, etc. Adv. -θῶς Telesp.35 H., J.BJ2.18.4.    II out of harm, unhurt, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 771] ές, 1) außer sich vor Leidenschaft, sehr leidenschaftlich, ὑπὸ ἡδονῆς, vor Freude außer sich, Alciphr. 2, 4; κατὰ τὴν εὔνοιαν Pol. 16, 23, 5; πρός τι, 1, 1, 6. 4, 58, 6, begierig nach Etwas; aber ἐκπαθὴς πρὸς τὸν κίνδυνον, πρὸς τὸ μέλλον, sehr bekümmert um, Plut. Pyrrh. 34 Brut. 15. – 2) leidlos, unverletzt, Suid. – Adv. ἐκπαθῶς, unmäßig, Ath. X, 443 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπᾰθής: -ές, (πάθος) λίαν ἐμπαθής, μανιώδης ἐκ τοῦ πάθους, παράφορος ἐκ πάθους, Πολύβ. 16. 23, 5, κτλ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 7, 8· ἐκπ. πρός τι, ἔχων πάθος πρός τι, ὁ αὐτ. 1. 1, 6, κτλ.: - Ἐπίρρ. -θῶς Ἀθήν. 443D. II. «ἐκτὸς πάθους, ὑγιής» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ές
I 1emocionado, apasionado ἐκπαθεῖς ἐγίνοντο κατὰ ... τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν mostraban su entusiasmo en la acción de gracias a los dioses Plb.16.23.5, ἐκπαθεῖς ὄντες ἐπὶ ... τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Plb.1.7.8, ἐ. πρός τι τῶν ... θεαμάτων Plb.1.1.6
conmovido, conmocionado Ἀλεξάνδρα ... ἐ. ἦν συνέσει τῆς ἀπωλείας I.AI 15.58.
2 indemne Sud.
II adv. -ῶς apasionadamente ἀπολαύειν Teles p.35, ἀναβοῆσαι I.BI 2.472, μεταλαμβάνειν (τοῦ οἴνου) Ath.443d, φράζειν Porph.Plot.14.

Greek Monolingual

ἐκπαθής, -ές (Α)
παράφορος από το πάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπᾰθής:
1) чрезвычайно страстный, крайне чувственный (ἐν ταῖς ὀργαῖς Plat.);
2) сильно возбужденный, распаленный жадностью (ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Polyb.);
3) горячо преданный (πρός τι Polyb.);
4) преисполненный рвения, неистовый (κατὰ τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν Polyb.);
5) крайне расстроенный или озабоченный (πρὸς τὸ μέλλον Plut.).