Βάκχιος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
α, ον,
A = Βάκχειος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
Βάκχιος: -α, -ον, = Βάκχειος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Bacchus ; subst. ὁ Βάκχιος, Bacchus.
Étymologie: Βάκχος.
English (Slater)
Βάκχῐος
1 of Bacchus, Dionysaic Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων (G-H: βακχειαις Π.) Δ. 2. 21.
Greek Monolingual
βάκχιος, -α, -ον (Α)
βλ. βάκχειος.
Greek Monotonic
Βάκχιος: -α, -ον, =Βάκχειος, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
Βάκχιος: ὁ Soph., Eur., Arph. = Βάκχος.