Τροφώνιος

From LSJ
Revision as of 10:07, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τροφώνιος Medium diacritics: Τροφώνιος Low diacritics: Τροφώνιος Capitals: ΤΡΟΦΩΝΙΟΣ
Transliteration A: Trophṓnios Transliteration B: Trophōnios Transliteration C: Trofonios Beta Code: *trofw/nios

English (LSJ)

ὁ, the legendary builder of the first temple of Apollo at Delphi, h.Ap.296; afterwards himself the possessor of a celebrated oracle, Pi.Fr.2, Hdt.1.46, 8.134; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.Nu.508 :—

   A Ζεὺς τ. Str.9.2.38.    II Τροφώνεια, τά, his festival, IG7.49.10 (Megara, ii A. D.), 22.3169.18 (Athens, iii A. D.); written Τροφώνια in IG22.3147 (ii B. C.), Poll. 1.37 (v.l. -ωνίαι): both prob. contr. fr. Τροφωνίεια. (An older form Τρεφώνιος in Boeot. Inscrr., IG7.3055 (Lebad.), 3080 (ibid.), 4136 (Ptoön, ii B. C.), al.)

Greek (Liddell-Scott)

Τροφώνιος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν μυθολογίαν οἰκοδομήσας τὸ πρῶτον ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 296· μετὰ ταῦτα δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων περίφημον μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46., 8. 134, Πινδ. Ἀποσπ. 26· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ἐξυπακ. ἄντρον) Ἀριστοφ. Νεφ. 508· - Ζεὺς τροφ. Στράβ. 414, πρβλ. 421. ΙΙ. Τροφώνεια, τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1068. 1. 1· φέρεται Τροφώνια παρὰ Πολυδ. Α΄, 37.

Greek Monotonic

Τροφώνιος: ὁ, κατά τη μυθολογία, αυτός που οικοδόμησε το πρώτο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ενν. ἄντρον), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Τροφώνιος: ὁ Трофоний
1) сын орхоменского царя Эргина, построивший, по преданию, совместно с братом Агамедом храм Аполлона в Дельфах HH;
2) эпитет Зевса - Ζεὺς χθόνιος - с храмом и оракулом в Лебадии - Беотия: εἰς Τροφωνίου καταβαίνειν Arph. спускаться в подземное святилище Зевса-Трофония.

Middle Liddell

Τροφώνιος, ὁ,
the builder of the temple of Apollo at Delphi, Hhymn., Hdt.; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.