έμφυλος
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔμφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή
2. αυτός που γίνεται μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, ο εμφύλιος
3. βιολ. «έμφυλος γένεση» — αυτή στην οποία συνεργούν και τα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυλος
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών.