έμφυλος

From LSJ
Revision as of 11:08, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή
2. αυτός που γίνεται μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, ο εμφύλιος
3. βιολ. «έμφυλος γένεση» — αυτή στην οποία συνεργούν και τα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυλος
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών.