εργατικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐργατικός, -ή, -όν) εργάτης
αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός
εργάτης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εργατικά
αμοιβή για την προσφορά εργασίας.
επίρρ...
ἐργατικῶς (Α)
φρ. «ἐργατικῶς πρός τι» — επωφελώς, με ωφέλεια για κάτι.