ετυμολόγος
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].