δήθεν
From LSJ
Greek Monolingual
και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε)
(ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο»)
νεοελλ.
(με το άρθρο) ο δήθεν
αυτός που παριστάνει ή θεωρείται ότι έχει μια ιδιότητα, χωρίς πράγματι να συμβαίνει κάτι τέτοιο («ο δήθεν φίλος»)
αρχ.
1. (ως επιτατ. τ. του δη) πράγματι, αληθινά, δηλαδή («οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῑν ἕδρας Κρόνον, ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν», Αισχ.)
2. από τότε, έκτοτε («καὶ δῆθεν ἄχρι καἰ νῡν ἔρωτος οὐ πέπαυμαι», Ανακρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δη + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].