μεταφυσικός
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταφυσικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφυσική («μεταφυσική θεωρία»)
2. (σχετικά με πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη μεταφυσική
3. (γενικά) αυτός που αναφέρεται σε ζητήματα έξω από τον κύκλο της αισθητηριακής εμπειρίας του ανθρώπου
4. μτφ. ο πολύ αφηρημένος ή δυσνόητος
5. το θηλ. ως ουσ. η μεταφυσική
βλ. μεταφυσική
6. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) Τα Μεταφυσικά
σύγγραμμα του Αριστοτέλη που έχει τον τίτλο Μετά τα Φυσικά (δηλαδή έργα που ακολουθούν μετά τα Φυσικά έργα του) και στο οποίο ο Σταγειρίτης πραγματεύεται τα πρώτα αίτια και την πρώτη αρχή τών όντων και εκθέτει τις αναζητήσεις του πέρα από τα όρια της εμπειρίας
7. φρ. «μεταφυσική ζωγραφική
καλλιτεχνικό ρεύμα που εγκαινίασε με τα έργα του το 1910 στην Ιταλία ο ντε Κίρικο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (κατά τον Μέγα Βασίλειο) «τὰ τῆς φυσιολογίας ἀνώτερα... τὰ καλούμενα παρά τισι μεταφυσικά».
επίρρ...
μεταφυσικώς και -ά
από την πλευρά της μεταφυσικής ή σύμφωνα με τα διδάγματα της μεταφυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο από τον τίτλο του έργου του Αριστοτέλη Μετά τα Φυσικά].