εξήντα

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

οι, τα (AM ἑξήκοντα
Μ και ἑξήντα, οἱ, αἱ, τά)
σύνολο έξι δεκάδων
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα εξήντα
συμβολική παράσταση του αριθμού εξήντα
2. (για χρονολογίες και ηλικία) το εξηκοστό έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξήκοντα].