καυστήριος

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

καυστήριος, -ία, -ον (ΑΜ) καυστήρ
μσν.
1. αυτός που καυτηριάζει
2. το θηλ. ως ουσ. καυστηρία
η καυτηρίαση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. του καυτήριον)
το κεραμευτικό καμίνι.