ὑδροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 1174] den Wasserkopf habend, Medic.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία, υδροκεφαλικός
2. μτφ. α) αυτός που έχει δυσανάλογα ανεπτυγμένο το κέντρο ή το κεντρικό μέρος του σε σύγκριση με τα λοιπά μέρη που τον συγκροτούν («υδροκέφαλο κράτος» — κράτος με διογκωμένο τον κεντρικό διοικητικό μηχανισμό, σε αντιδιαστολή προς τις επαρχίες, όπου παρατηρείται έλλειψη αυτοδιοίκησης)
β) ασύμμετρος, δυσανάλογος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδροκέφαλον
ιατρ. η υδροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο-κέφαλος.