ημεροδρόμος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ἡμεροδρόμος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροδρόμος
πεζοπόρος που διήνυε γρήγορα μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως αγγελιαφόρος («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν ἄριστον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει κάποιος σε μία ημέρα
2. (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την πορεία του σε μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -δρόμος (< δρό-μος), πρβλ. ταχυ-δρόμος νυκτο-δρόμος.