Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξάμηνος

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, ο εξαμηνιαίος
2. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε έξι μήνες («εξάμηνη συνδρομή»
«εξάμηνο περιοδικό»)
3. (ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τα (ε)ξάμηνα
το μνημόσυνο που γίνεται έξι μήνες μετά τον θάνατο
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξάμηνο(ν)
η εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
μσν.-αρχ.
(το ουδ. ως χρον. επίρρ.) ἑξάμηνον
επί έξι μήνες
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία έξι μηνών
2. το αρσ. ως ουσ.ἑξάμηνος (χρόνος)
εξαμηνία, χρονικό διάστημα έξι μηνών
επίσης το θηλ. ἡ ἑξάμηνος (ώρη) (Ηρόδ.).