ιππόσυνος

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

-ύνη, -ο(ν) (Α ἱππόσυνος, -ύνη, -ον) ίππος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη
α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη
β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών
γ) η ιδιότητα του ιππότη
αρχ.
1. ο ιππικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἱπποσύνη
α) η δεξιότητα στην οδήγηση τών ίππων του άρματος
β) η τέχνη του να διευθύνει ή να διοικεί κάποιος ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», Ομ. Ιλ.)
γ) το ιππικό.