εσνάφι

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

το
1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών
2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί του εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι —γραφόμενος και ως συνάφι— που προήλθε με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος ε- (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ) και ανάπτυξη του φωνήεντος / i / ( σνάφι > σινάφι) —πιθ. με παρετυμολογική επίδραση του συναφής ή άλλων συνθέτων του συν-, οπότε θα εδικαιολογείτο και η γραφή συνάφι].