κλουβί
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
το (AM κλουβίον, Μ και κλωβίον) νεοελλ.
1. μικρή ή μεγάλη κατασκευή με κάγκελα ή συρματόπλεγμα για την έγκλειση πτηνών ή ζώων
2. μτφ. κάθε μικρός και στενός χώρος («γι' αυτό το κλουβί ζητάει τόσο μεγάλο ενοίκιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο στο κλαδί παρά στο κλουβί» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή
4. φρ. «μπήκε στο κλουβί» — παντρεύτηκε
μσν.
1. μικρό δωμάτιο ή κελλί φυλακής
2. φορείο
μσν.-αρχ.
μικρός κλωβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.-μσν. κλωβ-ίον, υποκορ. του αρχ. κλωβός
για την τροπή του ω σε ου πρβλ. κώδων > κουδούνι].