ευτού

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

(επίρρ. αντί αυτού)
αυτού, σ' αυτό το μέρος, εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτού, γεν. της αντωνυμίας αυτός, της οποίας η σημασία επιρρηματικοποιήθηκε (πρβλ. άλλος > αλλού
πας, παντός < παντού)].