ψευδός

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη συνέχεια η λεκτική αδυναμία επικεντρώθηκε στο γράμμα -ψ-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό σύμφωνο του τ. ψευδός].