πλεξίδα

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

και πλεξούδα, η, Ν
1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα
2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά
3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με κατάλ. -α (πρβλ. χωράφι > χωράφα, ξυράφι > ξηράφα), ενώ ο τ. πλεξούδα από το υποκορ. πλεξούδι].