πλεξίδι

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

και πλεξούδι, το, Ν
(με υποκορ. σημ.) μικρή πλεξίδα, κοτσιδάκι («φανήκαν τα σγουρά μαλλιά, τ' αρχοντικά πλεξίδια», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξις + υποκορ. κατάλ. –ίδι / -ούδι].