καραβοκύρης

Revision as of 15:27, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος)
κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος
νεοελλ.
ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο-κύρης].