θαλασσόχρους

From LSJ
Revision as of 10:56, 27 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελάγ-χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].

English

sea-coloured, sea-colored