συγκληρία

From LSJ
Revision as of 09:34, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection")

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκληρία Medium diacritics: συγκληρία Low diacritics: συγκληρία Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: synklēría Transliteration B: synklēria Transliteration C: sygkliria Beta Code: sugklhri/a

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A connections, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] verbinding, connectie.