κυκλοδίωκτος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A driven round in a circle, AP9.301 (Secund.).
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοδίωκτος: -ον, διωκόμενος ἐν κύκλῳ, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mû circulairement.
Étymologie: κύκλος, διώκω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κυκλοδίωκτος, -ον)
αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο ήλιος κυκλοδίωκτος», Κάλβ.).
Greek Monotonic
κυκλοδίωκτος: -ον (διώκω), αυτός που οδηγείται μέσα σε κύκλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοδίωκτος: гоняемый по кругу (ὄνος Anth.).