Αρκτούρος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
ο (Α Ἀρκτοῦρος)
αστέρι που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Άρκτο
αρχ.
ο χρόνος εμφάνισης αυτού του αστέρα, δηλ. τα μέσα Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + -ορος < όρος «επόπτης, επιτηρητής» (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω, άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα του ρ. ορώ (-άω). Ο όρος πέρασε και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατ. Arcturus)].