επιτέμνω
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Greek Monolingual
(Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) τέμνω
συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.)
αρχ.
1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς δακτύλους τοὺς μεγάλους ἐπιτάμνει», Ηρόδ.)
2. τραυματίζω («ἐπιτεμών τήν σαυτοῦ κεφαλήν», Αισχίν.)
3. (για λόγο) κόβω, αφαιρώ, αποσιωπώ («καὶ τοιαύτας πορίζεσθαι προφάσεις, ὡς... ἐπιτέμνειν ἀδύνατον», Πολ.)
4. εμποδίζω τη θέα
5. διακόπτω τον ομιλητή («ὁ δέ βασιλεύς, ἔτι λέγοντα τὸν πρεσβύτην, ἐπιτεμών», Πολ.).