εκστρέφω

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνωἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῦ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.