εαυτός
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
ο (Μ ἑαυτός)
1. με άρθρο και την προσωπική αντωνυμία πάντα στο αρσενικό γένος ανεξάρτητα από το φύλο του προσώπου που μιλάει («ο εαυτός μου» — εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια)
2. φρ. α) «έρχομαι στον εαυτό μου», «συνέρχομαι αφ' ἑαυτοῦ» — από μόνος μου, οικειοθελώς
β) «καθεαυτό, καθεαυτού» — ακριβώς, τέλεια, γνήσια
γ) «καθ' εαυτόν» — μόνος του, ενδόμυχα
δ) «εκτός εαυτού» — έξω φρενών.