εαυτός

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

ο (Μ ἑαυτός)
1. με άρθρο και την προσωπική αντωνυμία πάντα στο αρσενικό γένος ανεξάρτητα από το φύλο του προσώπου που μιλάει («ο εαυτός μου» — εγώ ο ίδιος, εγώ η ίδια)
2. φρ. α) «έρχομαι στον εαυτό μου», «συνέρχομαι αφ' ἑαυτοῦ» — από μόνος μου, οικειοθελώς
β) «καθεαυτό, καθεαυτού» — ακριβώς, τέλεια, γνήσια
γ) «καθ' εαυτόν» — μόνος του, ενδόμυχα
δ) «εκτός εαυτού» — έξω φρενών.