κακότητα
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
η (AM κακότης) κακός
1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.)
2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.)
μσν.-αρχ.
κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότητ' ἀθρόαν ἔβαλον», Πίνδ.)
αρχ.
1. κακή κατάσταση, κακή ποιότητα («κακότης τῶν οὔρων», Ιπποκρ.)
2. (ιδίως σε μάχη) τα δεινά του πολέμου («Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος», Ομ. Οδ.)
3. πληθ. αἱ κακότητες
οι κακές ιδιότητες («ἀφέλοιτο γὰρ ἂν ἡ ἕψησις τῶν κακοτήτων αὐτοῦ τὸ πλεῑον», Ιπποκρ.)
4. φαυλότητα, ανανδρία, αχρειότητα («ἀνδρῶν κακότητι καὶ ἀφραδίῃ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.).