καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
ἐπεκτρέχω (Α)1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.