μεταμόρφωση

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η (ΑM μεταμόρφωσις) μεταμορφώνω
1. μεταβολή, αλλαγή της μορφής ή του σχήματος, μετασχηματισμός («οὐκ ἀγνοήσει τὰς μυθικὰς μεταμορφώσεις ἁπάσας», Λουκιαν.)
2. φρ. «ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος»
εκκλ. η εκούσια μεταλλαγή της φθαρτής φύσης του Ιησού Χριστού, καθώς και η εορτή που τελείται κατά την 6η Αυγούστου
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Μεταμορφώσεις
τίτλος έργου του Οβιδίου
νεοελλ.
1. αλλαγή της φύσης, τών ιδιοτήτων ή του χαρακτήρα κάποιου
2. (ηλεκτρολ.) η μετατροπή του ηλεκτρικού ρεύματος κατά την τάση, την ένταση ή τη μορφή, αλλ. μετασχηματισμός
3. (πετρογρ.) το σύνολο τών ορυκτολογικών και ιστολογικών μεταβολών που υφίσταται ένα στερεό πέτρωμα όταν βρεθεί σε συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν κατά τον σχηματισμό του
4. βιολ. το σύνολο τών ριζικών μετασχηματισμών στη μορφολογία και στη δομή ενός ζώου κατά τη μετεμβρυϊκή του ανάπτυξη, όπως λ.χ. της κάμπιας σε πεταλούδα, του γυρίνου σε βάτραχο κ.ο.κ.
5. βοτ. η διαδικασία μορφολογικής απόκλισης ενός οργάνου από τη γνωστή τυπική του μορφή, κατά την οποία το μεταμορφωμένο όργανο παίρνει συχνά τη μορφή άλλου θεμελιώδους οργάνου.