ὀπωροκάπηλος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ or ἡ,
A fruiterer, Alciphr.3.60.
German (Pape)
[Seite 365] Obsthändler, Alciphr. 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροκάπηλος: ὁ ἢ ἡ, ὀπωροπώλης, Ἀλκίφρων 3. 60.
Greek Monolingual
ὀπωροκάπηλος, ὁ ή ἡ (Α)
οπωροπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος)].