χειμάρρους
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att. v. χειμάρροος.
Middle Liddell
χειμάρ-ρους, ουν, [ῥέω]
I. winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.
II. as Subst. (without ποταμόσ), a torrent, Xen., Dem.
2. like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.
Frisk Etymology German
χειμάρρους: {kheimárrous}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1082