τιθύμαλλος

From LSJ
Revision as of 16:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθύμαλλος Medium diacritics: τιθύμαλλος Low diacritics: τιθύμαλλος Capitals: ΤΙΘΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: tithýmallos Transliteration B: tithymallos Transliteration C: tithymallos Beta Code: tiqu/mallos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A spurge, Euphorbia Peplus, Cratin.325 (lyr.), Ar. Ec.405, Thphr.HP9.8.2, PHolm.5.24, 25.1: heterocl. pl. τιθύμαλλα AP9.217 (Muc. Scaev.).--Seven kinds are enumerated by Dsc.4.164; τ. ἄρρην, = χαρακίας, l.c., cf. Thphr.HP9.11.8; τ. θῆλυς, = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib.9.11.9, Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Afric.Cest.p.15 V.

Spanish

lechetrezna

Greek Monolingual

ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α
το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα
2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» — το φυτό χαρακιάς
β) «τιθύμαλλος θῆλυς» — το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. θυμ-ελαία (< θύμον «είδος φυτού» + ἐλαία)].

Frisk Etymology German

τιθύμαλλος: {tithúmallos}
Forms: pl. auch -α (AP)
Grammar: m.,
Meaning: Wolfsmilch, Euphorbia Peplus (Kom., Thphr., Dsk.),
Derivative: -ίς f. Bez. verschiedener Pflanzen (Dsk., Ps.-Dsk. u.a.); zur Begriffsbestimmung Strömberg Pfl. 19.
Etymology : Wohl Reduplikationsbildung; vgl. θυμελαία (Schwyzer 423)?
Page 2,899