πανοικεί

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

German (Pape)

[Seite 461] mit dem ganzen Hause, Philo. – S. πανοικί.

Greek Monolingual

και πανοικί ΝΑ
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. πανδημ-εί / -ί)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικεί, ook πανοικί, [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.

Chinese

原文音譯:panoik⋯ 潘-哀企

詞類次數:副詞(1)

原文字根:每一-家(的)

字義溯源:和全家,整個家庭;由(πᾶς)*=眾人,所有)與(οἶκος)*=住處)組成

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 和全家(1) 徒16:34