ὑπερπλεονάζω

Revision as of 14:40, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

   A abound exceedingly, 1 Ep.Ti.1.14, Vett. Val.85.17; ὁ -άζων ἀήρ Hero Spir.1.10.

German (Pape)

[Seite 1201] überaus überflüssig sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπλεονάζω: πλεονάζω ὑπερβολικῶς, ὑπερπερισσεύω, Α΄ Ἐπιστολὴ πρὸς Τιμ. α΄, 14, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω τι νὰ πλεονάσῃ Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

être surabondant, excessif.
Étymologie: ὑπέρ, πλεονάζω.

English (Strong)

from ὑπέρ and πλεονάζω; to superabound: be exceeding abundant.

English (Thayer)

1st aorist ὑπερεπλεόνασα; (Vulg. superabundo); to be exceedingly abundant: τόν ὑπερπλεοναζοντα ἀέρα, Heron. spirit., p. 165,40; several times also in ecclesiastical writings (ὑπερπλεοναζει absolutely, overflows, Hermas, mand. 5,2, 5 [ET]); to possess in excess, ἐάν ὑπερπλεονάσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαμαρτάνει, Ps. Sal. Psalm of Song of Solomon 5:19>).

Greek Monolingual

ὑπερπλεονάζω ΝΜΑ πλεονάζω
(αμτβ.) είμαι πολύ περισσότερος από ό,τι πρέπει, πλεονάζω, περισσεύω
αρχ.
1. (μτβ.) κάνω κάτι να πλεονάσει
2. μτφ. έχω άφθονο πλούτο, είμαι πάμπλουτος.

Greek Monotonic

ὑπερπλεονάζω: μέλ. -σω, περισσεύω υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπλεονάζω: быть в необычайном изобилии, изобиловать NT.

Middle Liddell

fut. σω
to abound exceedingly, NTest.

Chinese

原文音譯:Øperpleon£zw 虛胚而-普累哦那索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:過度-更多(化)
字義溯源:格外豐盛,滿溢;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(πλεονάζω)=多行些,多作些,多加些)組成,其中 (πλεονάζω)出自(πολύς)=數量,數目,或質量更多),而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 是格外豐盛(1) 提前1:14