раб
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
Russian > Greek
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης