разделение
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Russian > Greek
ἀπόλυσις, χωρισμός, διάλλαξις, διορισμός, διάζευξις, ἀντιδιαίρεσις, περισχισμός, δάσμευσις, λύα, κρίσις, διάκρισις, διαζευγμός, διατομή, διάστασις, καταμέρισις, διάλυσις, διαστολή, σχίσις