туземный
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ἀστικός, αὐθιγενής, αὐτιγενής, αὐτοφυής, ἐπιχώριος, ἐντόπιος, ἐγχώριος, ἔνδημος, πατριώτης, ἐπιδήμιος, ἔγγαιος, ἔγγειος, ἐγγενής, αὐτόχθων, ἐνδάπιος