беспорядочный
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Russian > Greek
διάδρομος, ἄκριτος, ἀσύγκρατος, ἄκοσμος, ῥεμβώδης, ταραχώδης, ἀμέθοδος, ἄτακτος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἀνυπότακτος, μιγάς, πολυμιγής, πουλυμιγής, θορυβώδης