раздражение
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Russian > Greek
ἐπερεθισμός, θυμούμενον, χολή, χόλος, κνησμός, ἀγανάκτησις, φλέγμα, ἀποθηρίωσις, ἄση, παροξυσμός, παραπικρασμός, δείνωσις, ὀδαξησμός, ὀδαξισμός, ὀδαξυσμός, γαργαλισμός